ταμικός

ταμικός
τᾰμικός, ή, όν,
A belonging to a treasurer, ὁ πόρος ὁ τ. treasurer's funds, BCH53.340 (Thasos, i B.C.).
2 -κόν, τό, the office of the fiscus, ἐτέθη ἐν τῷ τ. PFlor.382.94 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταμικός — ή, όν, Α [ταμίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν το γραφείο τού ταμία 3. φρ. «ὁ πόρος ὁ ταμικός» το χρηματικό κεφάλαιο τού ταμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”